Το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής των Μεσογειακών ειδών, όπως είναι η τσιπούρα, το λαβράκι, το φαγκρί και ο κρανιός, προέρχεται από εντατικά συστήματα παραγωγής, ενώ τα εκτατικά και τα ημί-εκτατικά συστήματα έχουν μικρή συμβολή. Στην εντατική καλλιέργεια, η παραγωγή του γόνου και του τελικού προϊόντος στις εγκαταστάσεις των ιχθυογεννητικών και των μονάδων εκτροφής, αντίστοιχα, επιτυγχάνεται με τη χορήγηση τεχνητών τροφών. Η βιομηχανία παραγωγής ιχθυοτροφών έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την τεχνολογία παρασκευής ιχθυοτροφών αλλά και όσον αφορά τη χρήση πρώτων υλών.
Στα εντατικά συστήματα η χορηγούμενη τροφή είναι τεχνητά σύμπηκτα με κύριο συστατικό το ιχθυάλευρο. Το ιχθυάλευρο είναι απαραίτητο για την υγιή και γρήγορη αύξηση των σαρκοφάγων ιχθύων, όπως είναι η τσιπούρα και το λαβράκι (SeaFish). Ο λόγος είναι ότι το ιχθυέλαιο και το ιχθυάλευρο είναι υψηλής διατροφικής αξίας με μοναδική αναλογία αμινοξέων (WHO). Πρόκειται για πηγή άφθονων πολυακόρεστων λιπαρών οξέων ω-6, όπως είναι το ARA αραχιδονικό οξύ, EPA εικοσιπεντανοϊκό οξύ και το DHA δοκο- εικοσιεξανοϊκό οξύ. Τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα είναι απαραίτητα για την υγιή ανάπτυξη των ψαριών και επιπλέον μέσω των ψαριών ως τρόφιμο πλέον, μεταφέρονται στον άνθρωπο. Τα ω-3 και ω-6 λιπαρά οξέα , έχουν συνδεθεί με την «καλή διατροφή» και με μια σειρά από οφέλη για την υγεία (Lands, 2014).
Τα άλευρα και τα έλαια ιχθύων παρασκευάζονται κυρίως από άγρια ψάρια χαμηλής εμπορικής αξίας. Πρόκειται για πελαγικά ψάρια πλούσια σε λιπαρά οξέα όπως η ρέγκα, ο γαύρος, η σαρδέλα, κ.α. (Αντωνοπούλου, 2015). Η μεταποίηση των αλιευμένων ψαριών, γίνεται σε κατάλληλα εργοστάσια με θέρμανση (ιδανικά στους 70οC όπου αφαιρείται το έλαιο και η υγρασία από το μείγμα), πίεση και ξήρανση. Για την αποθήκευση των αλεύρων και τη διατήρηση της ποιότητας τους, η τελική υγρασία στο μείγμα πρέπει να είναι κάτω από 10% και η ποσότητα τέφρας κάτω από 15% (Cuzon et al., 2002).
Για αρκετές δεκαετίες το 1/4 με το 1/3 της ποσότητας των αλιευμάτων, δεν δινόταν για κατανάλωση και χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή ιχθυάλευρων ή για άλλους βιομηχανικούς σκοπούς (Naylor et al., 2009). Τα τελευταία έτη υπολογίζεται ότι πάνω από το μισό των ψαριών και των οστράκων που αλιεύονται ανά τον κόσμο, χρησιμοποιούνται για την θρέψη των καλλιεργούμενων ιχθύων, και μέχρι το 2030 η ποσότητα των αλιευμάτων που θα καλύπτουν απευθείας τις απαιτήσεις των ιχθυοκαλλιεργειών που συνεχώς αναπτύσσονται, θα ανέρχεται στα 2/3 της παγκόσμιας ποσότητας αλιευμάτων (Naylor, 2016).
Οι ξηρές τροφές που χρησιμοποιούνται, διαφέρουν ως προς τη περιεκτικότητα σε ιχθυάλευρο και ιχθυέλαιο. Η σύσταση εξαρτάται από το στάδιο ανάπτυξης του ιχθυδίου και έχει μια αντίστροφη σχέση με το Μέσο Βάρος (ΜΒ). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι τροφές που προορίζονται για τα λαρβικά στάδια, έχουν υψηλότερη διατροφική αξία και είναι γενικότερα καλύτερης ποιότητας σε σχέση με τις ξηρές τροφές που προορίζονται για ψάρια μεγάλου ΜΒ στο στάδιο της προανάπτυξης. Οι ξηρές τροφές για τους γεννήτορες δεν εμπίπτουν σε αυτό τον κανόνα: Οι γεννήτορες είναι ψάρια μεγάλου μεγέθους (1,5-6kg) η διατροφή των οποίων βασίζεται σε ξηρή τροφή υψηλού ενεργειακού περιεχομένου για παρατεταμένη περίοδο και συγκεκριμένα από το στάδιο της βιτελογέννεσης έως το τέλος της ωοτοκίας (συνολικά 5-6 μήνες). Σε αυτό το στάδιο που προηγείται της ωοτοκίας, αναπτύσσονται οι γονάδες και απαιτούνται αρκετά λιπαρά για την παραγωγή ποιοτικών γαμετών για την κάλυψη των παραγωγικών απαιτήσεων.
Οι ιχθυοτροφές συμβάλλουν σημαντικά στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα της ιχθυοπαραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα (Papatryphon et al., 2004), όπως και στο στάδιο της ιχθυογέννησης (Garcia Garcia et al., 2019), λόγω της περιεκτικότητας ιχθυελαίων και ιχθυάλευρων.
Για την παραγωγή 1 κιλού ιχθυάλευρου απαιτείται κατά μέσο όρο 4,75kg νωπά ψάρια (Boyd, 2015) ή 4,39kg νωπά ψάρια (FIFO, 2015). Ομοίως για την παραγωγή 1 κιλού ιχθυελαίου απαιτούνται κατά μέσο όρο 21,5kg νωπά ψάρια (Boyd, 2015) ή 20kg νωπά ψάρια (FIFO, 2015).